ἐμβριθείας

ἐμβριθείας
ἐμβριθείᾱς , ἐμβρίθεια
weight
fem acc pl
ἐμβριθείᾱς , ἐμβρίθεια
weight
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημιμάθεια — η (Α ἡμιμάθεια) [ημιμαθής] έλλειψη εμβρίθειας και ακρίβειας τών γνώσεων, ατελής γνώση, ανεπάρκεια γνώσεων, κυρίως επιστημονικών, πασάλειμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”